Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγκιπας ο,
- βλ. μάγκιψ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγκίπιον το· μαγκιπείον.
-
- Αρτοποιείο, φούρνος:
- (Προδρ. III 167).
[<λατ. mancipium. Ο τ. τον 5. αι. Τ. μαγκιπειό και μαντζιπειό σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 7. αι. και σε Γλωσσάρ.]
- Αρτοποιείο, φούρνος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγκίπισσα η.
-
- Φουρνάρισσα:
- (Προδρ. III 168).
[<ουσ. μάγκιπας + κατάλ. ‑ισσα. Τ. μαγκίπ'σσα σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε σχόλ. (L‑S Suppl.) και σήμ. κυπρ.]
- Φουρνάρισσα: