Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέγεθος το [méjeθos] Ο47 : 1α. οι διαστάσεις ενός σώματος, αντικειμένου κτλ.: Φυσικό ~. Tο ~ της γης / ενός βουνού / ενός πλοίου / μιας πλατείας / μιας χώρας. Mικρά / μεσαία / μεγάλα μεγέθη ρούχων. Δεν αγόρασε παπούτσια, γιατί δε βρήκε στο μέγεθός του. Προτομή σε φυσικό* ~. || (για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων): Tο ~ της πομπής / ενός στρατού. β. (μαθημ.) σύνολο υπολογισμένο με ορισμένο σύστημα μονάδων· ποσό: Mαθηματικά μεγέθη. Θετικά / αρνητικά μεγέθη. Οικονομικά μεγέθη. || (αστρον.) ~ ενός αστέρα, η ένταση της λάμψης του. Aστέρας α' / β' / γ'
μεγέθους. 2. (μτφ.) ένταση, ποσότητα ή ποιότητα: Tο ~ της κακίας / της άγνοιας κάποιου. Ομάδα από ειδικούς πήγε στο χώρο των πλημμυρών για να εκτιμήσει το ~ των ζημιών.
[λόγ. < αρχ. μέγεθος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέγεθος το· γεν. μεγέθου.
-
- 1) Όγκος, έκταση:
- (Καλλίμ. 1143)·
- (μετων.):
- φαντάσματα του δράκοντος φέρουσα επί μνήμης και … θάνατον εκείνου του μεγέθους (Διγ. Z 2854).
- 2) Ποσότητα:
- αλόην … κέρατος ενός το μέγεθος (Ιερακοσ. 46731).
- 3) Σπουδαιότητα:
- τις ου θαυμάσει μέγεθος Θεού των χαρισμάτων; (Διγ. Z 1429).
- 4) Μεγαλείο, μεγαλειότητα:
- (Επιθαλ. Ανδρ. Β’ 555)·
- (ως τιμητική προσηγορία):
- εκατήντησα προς την επικρατείαν του σού μεγέθου της αρχής (Καλλίμ. 2565).
[αρχ. ουσ. μέγεθος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Όγκος, έκταση: