Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάνταλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μάνταλος ο.
  • Σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που κλείνει την πόρτα ή το παράθυρο απομέσα, σύρτης, αμπάρα:
    • κλει την πόρταν με σπουδήν, τον μάνταλον αμπώνει (Δεφ., Σωσ. 102).

[μτγν. ουσ. μάνδαλος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες