Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλμπα1 [álba] η,
- ① naut, fishing daybreak, dawn (syn αυγή, L το λυκαυγές):
- κάνομε πανιά με την ~ |
- σαλπάραμε με την ~ |
- καλάραμε το παραγάδι με την ~ |
- κοντά τρεις από τα μεσάνυχτα έριχνα με τη βάρκα της γολέτας τα παραγάδια, για να τα σηκώσω με την ~ (Lykoudis)
[fr It alba 'id.']
- ① naut, fishing daybreak, dawn (syn αυγή, L το λυκαυγές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιλύκη [amfilíci] η, (L)
- ① daybreak, dawn (syn γλυκοχάραμα, Lλυκαυγές):
- ζούμε την πρώτη ώρα της αυγής με τα μάτια φορτωμένα όνειρα και σκοτάδια της νύχτας· είμαστε η ~ (Panagiotop) |
- poem κι ολόγυρά μου να χτυπούν οι καμπάνες της θάλασσας, | οι καμπάνες της λαμπρής αμφιλύκης (id.) |
- και των αρχαίων ανοίχτηκε ναών η θύρα | στην πρωτινήν αθάνατη ~ (Malakasis) |
- κι όταν σημάνη η ~ των λουλουδιών, | κινάει κι ανοίγει την κάμαρα με τους καθρέφτες (Themelis)
- ② twilight, dusk (syn λυκόφως L, μούχρωμα, σούρουπο):
- είχε κατέλθει ~ κ' εδρόσιζε πάλιν (Papadiam) |
- ένα σουραύλι παίζει μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα της βραδινής αμφιλύκης (Melas) |
- poem αμίλητοι και σοβαροί οι άνθρωποι καταποντίζονται στην ~ του ήσκιου τους (Kaftantzis)
[fr K αμφιλύκη ← Hοmeric αμφιλύκη νυξ]
- ① daybreak, dawn (syn γλυκοχάραμα, Lλυκαυγές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιαφώτισμα [apo∂jafótizma] το, (& Kazantz ποδιαφώτισμα) region. (Crete)
- light of dawn, morning twilight (syn L λυκαυγές):
- το ~ κούρνιασε στη σκεπή της εκκλησιάς (Prevelakis) |
- poem τα πρώτα αχνά ποδιαφωτίσματα ροδόγλειφαν τις πέτρες (Kazantz Od 23.624)
[fr postmed (Somavera, Du Cange) αποδιαφώτισμα, der of αποδιαφωτίζω]
- light of dawn, morning twilight (syn L λυκαυγές):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυγή η [avjí] Ο29 : 1α.το πρώτο φως της ημέρας που το βλέπουμε στον ορίζοντα πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα· χάραμα· λυκαυγές: Ροδίζει / χαράζει / ξημερώνει η ~. Tα κοκόρια λαλούν την ~. Tο φως της αυγής. || Aστέρι / άστρο της αυγής, ο Aυγερινός. β. ο χρόνος κατά τον οποίο ανατέλλει ο ήλιος και λίγο μετά· ξημέρωμα, ανατολή, πρωί: Δούλευαν από την ~ ως το βράδυ. Ξεκινήσαμε την ~, πολύ πρωί. 2. (μτφ., για κτ. καλό) η πρώτη πρώτη εμφάνιση, η αρχή: H ~ του πολιτισμού.
αυγούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ελνστ. αὐγή, αρχ. σημ.: `φως του ήλιου΄· αυγ(ή) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυκαυγές το [likavjés] Ο (βλ. Ε10) (χωρίς πληθ.) : 1. το ημίφως πριν από την ανατολή του ήλιου, το χάραμα· χαραυγή. ANT λυκόφως. 2. (μτφ.) η πρώτη περίοδος, το ξεκίνημα: Tο ~ της ζωής / της ιστορίας.
[λόγ. < ελνστ. λυκαυγές]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυκαυγίζει.
-
- Ξημερώνει, χαράζει:
- Ήρξατο δε λυκαυγίζειν (Δούκ. 6922).
[<μτγν. ουσ. λυκαυγές]
- Ξημερώνει, χαράζει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυκόφως το [likófos] Ο γεν. λυκόφωτος (χωρίς πληθ.) : 1. το ημίφως αμέσως μετά τη δύση του ήλιου και ως το βράδυ, το σούρουπο. ANT λυκαυγές. 2. (μτφ.) η τελευταία περίοδος για κπ. ή για κτ., η εποχή της φθοράς και της παρακμής: «Tο ~ των θεών». Tο ~ της δόξας.
[λόγ. < ελνστ. λυκόφως]