Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κόριζα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόριζα η [kóriza] Ο27 : ο κοριός.

[μσν. κόριζα ίσως < ελνστ. κοριδ- (κόρις ἡ) -α (δες στο κοριός)]

[Λεξικό Κριαρά]
κόριζα η.
  • Κοριός:
    • (Σπανός D 673).

[<ουσ. κόρις η. Η λ. στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go