Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κτίσις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κτίσις ‑ση η.
  • 1) Xτίσιμο:
    • (Διγ. Z 3839).
  • 2) H οικουμένη, η πλάση:
    • (Tζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1407
    • τον κριτήν τον φοβερόν, τόν τρέμει πάσα κτίσις (Διγ. Esc. 378).
  • 3) Πλάσμα, μορφή:
    • Eις τον ύπνο σου είδες γυναίκειαν κτίσιν (Συναξ. γυν. 201).

[αρχ. ουσ. κτίσις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go