Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρυολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυολογώ [krioloγó] Ρ10.9α μππ. κρυολογημένος : παθαίνω κρυολόγημα, εμπύρετης συνήθ. μορφής: Mην κάθεσαι στο ρεύμα, γιατί θα κρυολογήσεις. || (οικ.) γίνομαι αιτία να πάθει κάποιος κρυολόγημα: Mήπως το κρυολόγησα το παιδί χθες, όταν το έβγαλα έξω;

[λόγ. κρυο- + -λογώ απόδ. γαλλ. se refroidir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go