Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κράτηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράτηση η [krátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρατώ, κυρίως στις σημασίες που αναφέρονται στη φύλαξη, διατήρηση, συγκράτηση, παρεμπόδιση, σύλληψη ή παρακράτηση: α. ~ / κρατήσεις θέσεων, κυρίως για μεταφορικό μέσο. β. (συνήθ. πληθ.) το ποσό που κατακρατείται από τις αποδοχές ή τις απολαβές κάποιου για ασφάλιση, φορολογία κτλ.: Tο δώρο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού, χωρίς τις κρατήσεις. Ο μισθός υπόκειται σε κρατήσεις 5%. Kρατήσεις υπέρ τρίτων. γ. ποινή που επιβάλλεται σε περιπτώσεις πταισμάτων: Προσωπική ~, προσωρινή στέρηση της ελευθερίας· προσωποκράτηση. (λόγ. έκφρ.) υπό ~: Tελώ υπό ~. Θέτω κπ. υπό ~. || στέρηση εξόδου η οποία επιβάλλεται στο στρατό ως ποινή σε περιπτώσεις ελαφρών παραπτωμάτων.

[λόγ.: α: ελνστ. κράτησ(ις) `κατοχή΄ -ση· γ: μσν. σημ.· β: σημδ. γαλλ. retenue]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go