Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοίλωμα το [kíloma] Ο49 : η κοιλότητα.
[λόγ.(;) < αρχ. κοίλωμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοίλωμα το· κοίλωμαν.
-
- Κούφωμα, βαθούλωμα:
- το κοίλωμα του τάφου (Μάρκ., Βουλκ. 34513).
[αρχ. ουσ. κοίλωμα. Η λ. και σήμ.]
- Κούφωμα, βαθούλωμα: