Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεφάτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφάτος -η -ο [kefátos] Ε3 : 1. που έχει κέφι, που είναι χαρούμενος, ευδιάθετος: Ήρθε πρωί πρωί ~. Mια κεφάτη παρέα. 2. που προκαλεί κέφι: Mια κεφάτη ιστορία. Ένα κεφάτο μουσικό κομμάτι.

[κέφ(ι) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go