Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατορθωτός -ή -ό [katorθotós] Ε1 : που μπορεί να πραγματοποιηθεί, που είναι δυνατό να γίνει. ANT ακατόρθωτος: Tο θεωρείς εσύ κατορθωτό αυτό;
[λόγ. κατορθω- (δες κατορθώνω) -τός]