Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατατόπιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατόπιση η [katatópisi] Ο33 : η ενέργεια του κατατοπίζω, η παροχή των απαραίτητων πληροφοριών: 1. για να προσανατολιστεί και να ακολουθήσει κάποιος τη σωστή κατεύθυνση: Mε την ~ που μου έκανε κινήθηκα πολύ άνετα στην πόλη. 2. για να αποκτήσει κάποιος την ολοκληρωμένη εικόνα μιας κατάστασης, την πλήρη αντίληψη ενός θέματος· ενημέρωση: Για την καλύτερη κατατόπισή σου να απευθυνθείς στη γραμματεία του πανεπιστημίου.

[λόγ. < κατατοπι- (κατατοπίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go