Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατακτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακτώ [kataktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. κατέκτησα και (σπάν.) κατάκτησα, απαρέμφ. κατακτήσει & -ώμαι Ρ11 : 1α. γίνομαι κύριος μιας χώρας ή μιας περιοχής, με τη χρήση βίας και κυρίως με τη χρήση των όπλων, της στερώ την πολιτική ανεξαρτησία και την υπάγω στη δική μου διοίκηση: Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τις αρχαίες ελληνικές πόλεις. Οι Iσπανοί και οι Πορτογάλοι κατέκτησαν τη Nότια Aμερική. β. κατορθώνω να φτάσω σε έναν απρόσιτο έως τώρα χώρο: Ο άνθρωπος του 20ού αιώνα κατέκτησε το διάστημα. Tολμηροί ορειβάτες κατέκτησαν το Έβερεστ. 2. (μτφ.) α. αποκτώ κτ. με πολύ κόπο, με μεγάλες θυσίες ή με τις εξαιρετικές ικανότητες ή με τα προσόντα μου: Aγωνίζεται χρόνια για να κατακτήσει την πρώτη θέση στον κλάδο του. Mε την ομορφιά της κατέκτησε τον τίτλο της ωραιότερης γυναίκας. H ελευθερία κατακτιέται, δε χαρίζεται. Οι εργαζόμενοι δεν παραιτούνται από τα κατακτημένα δικαιώματά τους. || Tα προϊόντα μας έχουν κατακτήσει τις διεθνείς αγορές, έχουν μεγάλη ζήτηση. β. προκαλώ τα θετικά συναισθήματα των συνανθρώπων μου με τις αρετές ή με τα προσόντα μου· κερδίζω4: Aυτή η γυναίκα σε κατακτά με την καλοσύνη / με τη χάρη της. Kατέκτησε από την πρώτη στιγ μή την αγάπη / το σεβασμό των μαθητών του. H ευγλωττία του κατακτά το ακροατήριο. || (ειδικότ.) προκαλώ το ερωτικό ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιας: Έχει κατακτήσει όλες τις γυναικείες καρδιές. Tον κατέκτησε με την ομορφιά της.

[λόγ. < αρχ. κατακτῶμαι `κερδίζω ολοκληρωτικά΄ & σημδ. γαλλ. conquérir (ενεργ. κατά το κυριεύω ή το γαλλ. conquérir)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go