Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καππακ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καππακιστά, επίρρ.
  • Συλλαβιστά:
    • την εμιλιά οπού μιλώ, καππακιστά τη βγάνω (Κατζ. Α´ 259 (έκδ. καπα‑)).

[<καππακίζω <ουσ. κάππα το + κατάλ. κίζω (πβ. Θαβώρης, Δωδώνη 7, 1978, 230-2). Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες