Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλημερούδια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλημερούδια [kalimerúδja] επιφ. : (οικ., συναισθ.) καλημέρα.

[καλημέρ(α) -ούδια, πληθ. του -ούδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go