Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθότι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθότι [kaθóti] σύνδ. αιτιολ. : (λόγ., συχνά ειρ.) επειδή· διότι: Ξέχασε τα κλειδιά στο αυτοκίνητο ~ είναι απρόσεκτος. || με παράλειψη του ρήματος: ~ κουλτουριάρα ακούει μόνο όπερα.

[λόγ. < αρχ. φρ. καθ΄ ὅτι `μέχρι που΄ σημδ. γαλλ. en tant que]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go