Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάνθαρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάνθαρος ο [kánθaros] Ο19 : I. (ζωολ.) σκαθάρι. II. (αρχαιολ.) πλα τύ και βαθύ αγγείο με δύο μεγάλες λαβές, που στηρίζεται σε ψηλό συνήθ. πόδι και χρησιμοποιούνταν ως ποτήρι.

[λόγ.: I: αρχ. κάνθαρος· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go