Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κάθεδρος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κάθεδρος ο.
  • Iθαγενής, αυτόχθονας:
    • ξένοι και κάθεδροι εσείς μετ’ εμέν (Πεντ. Λευιτ. XXV 23).

[<ουσ. καθέδρα + κατάλ. ος. Πβ. και επίθ. εγκάθεδρος (LBG)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go