Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ικετευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ικετευτικός -ή -ό [iketeftikós] Ε1 : που εκφράζει ικεσία, θερμή παράκληση· παρακλητικός: Iκετευτικό βλέμμα / ύφος. ικετευτικά ΕΠIΡΡ

[λόγ. < ελνστ. ἱκετευτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go