Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφικτός -ή -ό [efiktós] Ε1 : για κτ. που μπορεί να το πραγματοποιήσει, να το κατορθώσει κάποιος, γιατί είναι μέσα στα όρια των δυνατοτήτων του. ANT ανέφικτος: Πρέπει να θέτουμε εφικτούς στόχους. Δε θεωρώ εφικτή την αύξηση της παραγωγής μας. || (ως ουσ.) το εφικτό: H πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού.
[λόγ. < αρχ. ἐφικτός]