Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερωτιάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτιάρης -α -ικο [erotxáris] Ε9 : που χαρακτηρίζεται από ερωτική διάθεση ή προκαλεί αυτή τη διάθεση στους άλλους· αγαπησιάρης1: Ερωτιάρα γυναίκα. || (ως ουσ.).

[έρωτ(ας) -ιάρης (πρβ. μσν. ερωτάρης < έρω τ(ας) -άρης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go