Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερειπώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερειπώνω [eripóno] -ομαι Ρ1 : μεταβάλλω (ένα κτίσμα, ιδίως κτίριο) σε ερείπιο: Mια παλιά σχεδόν ερειπωμένη εκκλησία. || (προφ.) γίνομαι ερείπιο: Ερείπωσε το σπίτι στο χωριό.

[λόγ. < ελνστ. ἐρειπ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go