Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επαίρνω· απαίρνω· απαίρω· επαίρω· παίρνω· ’παίρω· αόρ. ηπήρεν.
-
- 1)
- α) Παίρνω:
- ήπαιρνε το λαγούτο του (Ερωτόκρ. Α´ 391)·
- φρ.
- (1) (ε)παίρνω απάνω ή επάνω μου =
- (α) αναλαμβάνω την ευθύνη:
- (Χρον. Μορ. H 6333)·
- (β) αλαζονεύομαι:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 147)·
- (α) αναλαμβάνω την ευθύνη:
- (2) παίρνω την βουλήν (μου, σου, κλπ.) = συσκέπτομαι, κάνω συμβούλιο:
- (Χρον. Μορ. H 4394)·
- (3) δίδω και παίρνω, βλ. δίδω ΙΒ́5α φρ.·
- (4) παίρνω εγγράφου = καταγράφω:
- (Γαδ. διήγ. 324)·
- (5) παίρνω τα μάτια μου και … = φεύγω αποφασισμένος να μην ξαναγυρίσω:
- (Συναδ. φ. 63ν)·
- (6) επαίρνω οπίσω = (νομ.) ακυρώνω:
- (Βακτ. αρχιερ. 136)·
- (7) παίρνω τον όρκον κάπ. = ορκίζω κάπ.:
- (Μαχ. 524)·
- (8) παίρνω τον σκοπόν μου =
- (α) παρατηρώ:
- (Θησ. Ζ´ [1216])·
- (β) προσέχω:
- (Μαχ. 1845)·
- (γ) φυλάγομαι από κάπ.:
- (Μαχ. 54626)·
- (α) παρατηρώ:
- (1) (ε)παίρνω απάνω ή επάνω μου =
- β) παίρνω κοντά μου, μαζί μου:
- Έπαρ’ και τον Αλέξανδρον την τέχνη ν’ αρμηνεύσεις (Αλεξ. 257)·
- φρ. διάολ’ έπαρέ τονε = (ως κατάρα):
- (Φορτουν. Α´ 222)·
- γ) παίρνω μαζί μου βίαια, συλλαμβάνω:
- φοβούμεθα μηδέν έλθουν οι εχθροί σου και πάρουν σε (Μαχ. 52629‑30)·
- δ) παρασύρω:
- μία βάρκα είδαμε κι η θάλασσα την παίρνει (Διήγ. ωραιότ. 371)·
- ε) παίρνω μακριά, απομακρύνω:
- Επάρετε τους φονιάδες (Μαχ. 57411)·
- στ) αφαιρώ:
- οι χρόνοι και τα γερατειά την όρεξη μας παίρνου (Πανώρ. Γ´ 289)·
- φρ.
- (1) παίρνω τη ζωή κάπ. = σκοτώνω κάπ.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21921)·
- (2) απαίρνω την κεφαλή = αποκεφαλίζω, σκοτώνω:
- (Διγ. Ζ 2839)·
- (3) παίρνομαι από το νου μου = παραλογίζομαι, τρελαίνομαι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [658])·
- (1) παίρνω τη ζωή κάπ. = σκοτώνω κάπ.:
- ζ) αναλαμβάνω:
- παίρνοντας την βασιλείαν (Ροδινός 96)·
- η) οδηγώ, μεταφέρω κάπ. κάπου:
- παίρνοντάς τον μέσα στην θάλασσαν (Ροδινός 213).
- α) Παίρνω:
- 2)
- α) Αποκτώ:
- όνομα να πάρει (Αιτωλ., Μύθ. 964)·
- φρ.
- (1) (ε)παίρνω καρδία(ν) = ενθαρρύνομαι:
- (Μαχ. 13230)·
- (2) παίρνω κακήν καρδία = στενοχωρούμαι:
- (Βουστρ. 161)·
- (3) παίρνω καλή καρδιά = ευχαριστούμαι:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1350)·
- (4) παίρνω την τάξη = αποκτώ πείρα:
- (Ερωτόκρ. Β´ 2122)·
- (1) (ε)παίρνω καρδία(ν) = ενθαρρύνομαι:
- β) (μεταφ.) μαθαίνω:
- (Ριμ. κόρ. 689 κριτ. υπ.)·
- γ) κερδίζω:
- εστάθηκεν αδύνατο τον πόλεμο να πάρει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16920)·
- φρ. παίρνω καλόν = κερδίζω, ωφελούμαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45112)·
- δ) κληρονομώ:
- είτι πουλήσει και απεθάνει, το επαίρνουν τα παιδιά του (Βακτ. αρχιερ. 135)·
- ε) αποκτώ σύζυγο, παντρεύομαι:
- παίρνοντας τον Πανάρετο (Ερωφ. Δ´ 973)·
- φρ.
- (1) (ε)παίρνω εις άντρα, εις γυναίκα, (για) γαμπρόν ή νύφην, εις δέσποιναν, συμβίαν = παντρεύομαι:
- (Χρον. Μορ. H 3273, 2477), (Λίβ. N 2476), (Χρον. Μορ. H 6288), (Καλλίμ. 1123), (Ασσίζ. 14028)·
- (2) επαίρνομαι εις ορμασίαν = παντρεύομαι:
- (Ασσίζ. 3662)·
- (1) (ε)παίρνω εις άντρα, εις γυναίκα, (για) γαμπρόν ή νύφην, εις δέσποιναν, συμβίαν = παντρεύομαι:
- στ) ανακτώ:
- η αυθεντιά της Βενετίας επαίρνε τους τόπους οπού έχασε (Κορων., Μπούας 102)·
- ζ) καταλαμβάνω, κυριεύω:
- επήρεν ο άνομος Τούρκος την Πόλην (Μαχ. 68221)·
- η) (μεταφ.) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από κάπ. συναίσθημα:
- τόσον μανικόν επήρεν η ψυχή σου (Λίβ. Esc. 1959)·
- φρ. με παίρνουν τα δάκρυα, το κλάμα = ξεσπώ σε δάκρυα, κλάμα:
- (Ερωτοπ. 320), (Μαχ. 65027)·
- θ) αρπάζω, κλέβω:
- τους παίρνει το βασίλειον (Διακρούσ. 1024).
- α) Αποκτώ:
- 3) Δέχομαι:
- λουμπαρδέα δεύτερη παίρνει κι εθανατώθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34622).
- 4) Θεωρώ:
- εσού οπού είσαι σοφός, … έπαρ’ τα ως γιο να ’χε σου πειν ο Αριστοτέλης (Μαχ. 4726)·
- φρ.
- (1) παίρνω βάρος ή σε βάρος ή σε βαρύ =
- (α) στενοχωριέμαι:
- (Ch. pop. 846), (Διγ. O 2004)·
- (β) βαριέμαι:
- (Μανολ., Επιστ. 173)·
- (α) στενοχωριέμαι:
- (2) (ε)παίρνω κ. εις γέλιο = θεωρώ κ. γελοίο, κοροϊδεύω κ.:
- (Hagia Sophia ω 51420)·
- (3) (ε)παίρνω κάπ. σ’ έχθρητα ή από κακού = αντιμετωπίζω κάπ. εχθρικά, εχθρεύομαι κάπ.:
- (Βεντράμ., Γυν. 10), (Χειλά, Χρον. 356).
- (1) παίρνω βάρος ή σε βάρος ή σε βαρύ =
- 5) Χωρώ:
- ο τόπος δεν τον παίρνει (Ερωτόκρ. Β´ 347).
- 6) Αρχίζω να …, ξεκινώ να …:
- έπαιρνεν η ημέρα να βραδιάσει (Διγ. Άνδρ. 39415)·
- φρ. παίρνω γλώσσα = αρχίζω να μιλώ:
- (Στάθ. Γ´ 81).
- 7) Προχωρώ, κατευθύνομαι:
- προς τη ρούγα παίρνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1899)·
- φρ.
- (1) παίρνω αποπάνω κάτω = κατηφορίζω:
- (Μαχ. 45213)·
- (2) παίρνω τα βουνία = από φόβο ή παραφροσύνη κατευθύνομαι προς τα βουνά:
- (Χρον. Μορ. P 4852)·
- (3) δεν παίρνω ζάλο = δεν κάνω βήμα από τη θέση μου:
- (Στάθ. Γ´ 63)·
- (4) (ε)παίρνω τα ζάλα, το πάτημά μου = περπατώ, προχωρώ:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1179])·
- (5) παίρνω την οδόν (μου, κλπ.) = φεύγω:
- (Χρον. Μορ. P 1608)·
- (6) παίρνω τα πόδια μου = περπατώ:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 461).
- (1) παίρνω αποπάνω κάτω = κατηφορίζω:
- Φρ.
- 1) Παίρνω (σαν) αέρα = ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι:
- (Δεφ., Λόγ. 509).
- 2) Παίρνει κάπ. το αμμάτι μου = βλέπω κάπ. φευγαλέα:
- (Φορτουν. Δ´ 35).
- 3) Παίρνω ανάπαψη = βρίσκω ησυχία:
- (Πανώρ. Α´ 162).
- 4) Παίρνω απολπισά = απελπίζομαι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53123).
- 5) Παίρνω βουλή = αποφασίζω:
- (Πόλ. Τρωάδ. 4348).
- 6) Παίρνω εξουσιά μου = έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω:
- (Φαλιέρ., Ενύπν. 23).
- 7) Παίρνω θάνατο = πεθαίνω:
- (Πανώρ. Α´ 110).
- 8) Παίρνω καλόν καιρόν = τυχαίνω σε καλοκαιρία:
- (Ριμ. Απολλων. [881]).
- 9) Παίρνομαι κάτω = απογοητεύομαι, πέφτει το ηθικό μου:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1130).
- 10) Παίρνω κρίση = ενημερώνομαι σε απόφαση:
- (Βυζ. Ιλιάδ. 217).
- 11) Παίρνω λόγο (από το στόμα κάπ.) = επιδιώκω να ακούσω κ.:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ια´ 54).
- 12) Παίρνω το νου κάπ. = αιχμαλωτίζω τη σκέψη κάπ.:
- (Πανώρ. Α´ 164).
- 13) Παίρνω ξόμπλι = παραδειγματίζομαι:
- (Πανώρ. Β´ 461).
- 14) Παίρνω την παραγωγή μου = (προκ. για λέξη) παράγομαι, ετυμολογούμαι:
- (Ροδινός 161).
- 15) Παίρνω παρηγοριά = παρηγορούμαι:
- (Πανώρ. Α´ 223).
- 16) Παίρνω πρίκα = πικραίνομαι, στενοχωρούμαι:
- (Πανώρ. Δ´ 246).
- 17) Παίρνω την τιμή κάπ. = ατιμάζω:
- (Πανώρ. Δ´ 26).
- 18) Παίρνω χαρά = χαίρομαι:
- (Πανώρ. Πρόλ. 85), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [658]).
[<αρχ. επαίρω. Ο τ. ’παίρω και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. παίρνω στο Βλάχ. (πέ‑) και σήμ.]
- 1)