Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοντώνω [eksondóno] -ομαι Ρ1 : 1.(για πρόσ. ή ζώο) προκαλώ σκόπιμα το θάνατό του, το σκοτώνω, το θανατώνω: Εντομοκτόνο που εξοντώνει μύγες και κουνούπια. Οι εχθροί κυκλώθηκαν κι εξοντώθηκαν μέχρις ενός, εξολοθρεύτηκαν. || (επέκτ. για φυτό) καταστρέφω: Iσχυρό φυτοφάρμακο που εξοντώνει τα ζιζάνια. 2. προκαλώ: α. πολύ μεγάλη φθορά, σωματική ή ψυχική: Συνθήκες δουλειάς / διαβίωσης που εξοντώνουν τον άνθρωπο. β. πολύ μεγάλη ζημία με συνέπεια την καταστροφή: Mε τις αυξήσεις των τιμών εξοντώνονται οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις.
[λόγ. εξ- οντ- (ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. anéantir]