Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντυπωσιακός -ή -ό [endiposiakós] Ε1 : που εντυπωσιάζει, που προκαλεί ζωηρή, έντονη εντύπωση (συγκίνηση, ενδιαφέρον, προσοχή κτλ.): Εντυπωσιακή παρουσία / εμφάνιση / ομορφιά. Εντυπωσιακό θέαμα. Εντυπωσιακή βελτίωση / πρόοδος.
εντυπωσιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εντύπωσι(ς) -ακός]