Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπολώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εμπολώ.
  • Δίνω, προσφέρω:
    • εμπόλησαν τα παιδιά του Ααρών προς αυτόν το αίμα (Πεντ. Λευιτ. IX 12).

[αρχ. εμπολάω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες