Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκφώνηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφώνηση η [ekfónisi] Ο33 : το να εκφωνείται κτ. από κπ.· απαγγελία ή ανάγνωση που γίνεται μεγαλόφωνα: H ~ μιας ανακοίνωσης / ενός καταλόγου. ~ λόγου. Mετά την ~ του κατηγορητηρίου. Ύστερα από την ~ των θεμάτων στις εξετάσεις οποιαδήποτε συνομιλία απαγορεύεται.

[λόγ. < ελνστ. ἐκφώνη(σις) `αναφώνηση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go