Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκγυμνάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκγυμνάζω [ekjimnázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) γυμνάζω κπ. για να γίνει ικανός στην εκτέλεση ορισμένων ενεργειών· (πρβ. εκπαιδεύω): ~ νεοσύλλεκτους. || ~ άλογα / άγρια θηρία· (πρβ. δαμάζω).

[λόγ. < ελνστ. ἐκγυμνάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go