Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειρωνεύομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρωνεύομαι [ironévome] Ρ5.1β : κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω κπ., (ή τα λεγόμενα, τις αδυναμίες κτλ. κάποιου) λέγοντας κτ. λίγο ή πολύ διαφορετικό από αυτό που σκέφτομαι ή αισθάνομαι, ή προσποιούμενος άγνοια: Mιλάς σοβαρά ή με ειρωνεύεσαι; Tόλμησε στ΄ αλήθεια να αμφισβητήσει το τάλαντό σας; απόρησε, ειρωνευόμενος τη ματαιοδοξία του.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνεύομαι `προσποιούμαι άγνοια΄, ελνστ. σημ.: `σαρκάζω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ειρωνεύομαι.
  • Εμπαίζω κάπ.:
    • (Έκθ. χρον. 1215).

[αρχ. ειρωνεύομαι. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go