Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειδησεογραφικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδησεογραφικός -ή -ό [iδiseoγrafikós] Ε1 : που αφορά την ειδησεογραφία: Ειδησεογραφική δεοντολογία. Ειδησεογραφικό πρακτορείο, πρακτορείο ειδήσεων.

[λόγ. ειδησεογραφ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go