Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διερευνώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερευνώ [δierevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : εξετάζω κτ. λεπτομερώς και προσεκτικά, ερευνώ ή μελετώ σε βάθος όλες τις πτυχές ενός ζητήματος: Σκάνδαλα που πρέπει να διερευνηθούν από διακομματικές επιτροπές. Θα διερευνηθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην καταστροφή / οι παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.

[λόγ. < ελνστ. διερευνῶ, αρχ. σημ.: `ανακαλύπτω από τα ίχνη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go