Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφωτίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφωτίζω [δiafotízo] -ομαι Ρ2.1 : πληροφορώ κπ. σωστά, τον ενημερώνω για θέματα που αγνοεί ή για τα οποία έχει ελλιπείς ή λανθασμένες πληροφορίες: Πρέπει να διαφωτίσουμε τη νεολαία, ώστε να μην πέσει θύμα των ναρκωτικών. || ειρωνικά, όταν δε θεωρούμε τις εξηγήσεις και τις διευκρινίσεις ικανοποιητικές ή αξιόπιστες: Mήπως μπορείς να με διαφωτίσεις, εσύ που είσαι ενημερωμένος; Δε διαφωτίστηκα και πολύ με όσα μου είπε.

[λόγ. < ελνστ. διαφωτίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
διαφωτίζω.
  • 1) Φωτίζω, φέγγω:
    • ο ήλιος στα ψηλά λάμπει και διαφωτίζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 14415).
  • 2) (Τριτοπρόσ.) ξημερώνει:
    • Είντα ’ναι η σπούδα, κύρη μου, πρίχου να διαφωτίσει (Θυσ. 555).

[μτγν. διαφωτίζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go