Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίλοβος -η -ο [δílovos] Ε5 : 1. που αποτελείται από δύο λοβούς: (ανατ.) ~ στόμαχος. 2. (αρχιτ.): Δίλοβο παράθυρο, με αψιδωτό υπέρθυρο που σχηματίζει δύο μικρά τόξα.
[λόγ. δι- 1 + λοβ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. bilobé < bi- = δι- 1 + -lobe < αρχ. λοβός (πρβ. μσν. δίλοβα `φυλλοκάρδια΄)]