Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γονιός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γονιός ο [γonós] Ο17 : (λαϊκότρ.) γονέας: Έχασε από μικρός τους γονιούς του.

[μσν. γονιός < *γονέος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < γεν. πληθ. γονέων (γονείς) κατά το σχ.: των νέων - ο νέος, αρχ. γονεύς `πατέρας΄, γονεῖς `γονιοί΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γονιός ο· πληθ. ονομ. γονιές.
  • 1) (Στον εν. και πληθ.) πατέρας ή μητέρα:
    • με τω γονιώ μας την ευκή (Φορτουν. Ε´ 312).
  • 2) (Στον πληθ.) πρόγονοι:
    • σε ταγίζει μαν εις την έρημο, ος δεν ήξεραν οι γονιές σου (Πεντ. Δευτ. VΙΙΙ 16).

[<πληθ. γονέοι. Η λ. στο Βλάχ. (ειός) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go