Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεύομαι [jévome] Ρ5.1β : 1. δοκιμάζω τη γεύση φαγητού ή ποτού βάζοντας στο στόμα μου μια μικρή ποσότητα. 2. (μτφ.) αισθάνομαι, νιώθω για πρώτη φορά συνήθ. κτ. ευχάριστο, απολαυστικό, αποκτώ για πρώτη φορά μια εμπειρία: Δε γεύτηκες ακόμα τις χαρές της ζωής. || Γεύτηκε πολλά φαρμάκια στη ζωή της.
[αρχ. γεύομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεύομαι· γεύγομαι.
-
- Α´ Κυριολ.
- 1) Τρώγω:
- έχε μας τίβοτας καλό, κύρη μου, να γευτούμε (Πανώρ. Β´ 133).
- 2) (Προκ. για νερό) πίνω:
- νερόν καθάριον εκ την γην ποτέ ου γεύεταί το (ενν. το πουλίν) (Λίβ. Esc. 141).
- 1) Τρώγω:
- Β´ Μεταφ.
- 1) Δοκιμάζω κ.:
- εκείνος ας καθέζεται και ας γεύεται τον ψόφον (Προδρ. IV 515-1 χφ P κριτ. υπ).
- 2) (Προκ. για δυσάρεστα γεγονότα) δοκιμάζω κ.:
- όσοι γεννούνται γεύγονται θάνατον κι αποθνήσκουν (Χρον. Μορ. H 7758).
- 1) Δοκιμάζω κ.:
[αρχ. γεύομαι. Βλ. και γεύω. Ο τ. στο Meursius (‑γειν). Η λ. και σήμ.]
- Α´ Κυριολ.