Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γευματίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γευματίζω [jevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω μεσημεριανό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Ο υπουργός θα γευματίσει με τους ξένους αντιπροσώπους.

[λόγ. επίδρ. στη λ. γεματίζω με βάση τη λ. γεύμα < μσν. γεματίζω < γεματ- (γέμα) -ίζω < αρχ. γεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
γευματίζω· γεματίζω· γιοματίζω.
  • 1) Γευματίζω, τρώγω:
    • μηδέ φαητόν εμπόρεσε ποσώς να γεματίσει (Ροδολ. Γ´ 386).
  • 2) Δοκιμάζω, γνωρίζω:
    • ουδέν την εγεμάτισε του Χάρου την αλμύραν (Γεωργηλ., Θαν. 380).

[<ουσ. γεύμα + κατάλ. ίζω. Ο τ. γιο‑ στο Βλάχ. (γιω‑) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ο τ. γε‑. Η λ. σε σχόλ. (LBG), στο Du Cange (λ. γεύεσθαι) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go