Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαρνίρω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαρνίρω [γarníro] -ομαι Ρ6 : προσθέτω, συνήθ. σε ρούχο ή σε φαγητό, κτ. για διακόσμηση ή απλώς για συμπλήρωμα: Πετσέτα γαρνιρισμένη με δαντέλα. Είχε γαρνίρει το φόρεμά της με βελούδο. Θα ~ την τούρτα με κερασάκια.

[ιταλ. guarnir(e) ή μσνλατ. garniar(e) με επίδρ. του ιταλ. guarnire]

[Λεξικό Κριαρά]
γαρνίρω· βαρνίρω.
  • Καταβάλλω τη «γαρνιζό» (βλ. ά. 2):
    • με όμπλιγο να βαρνίρουσι καράτα έξι (Βαρούχ. 3648).

[<βεν. guarnir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go