Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλλ.
8.469 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
4 & : κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: χαρά· ώρα, βελόνα, μητέρα, αντίκα· θάλασσα.

[κατάλ. αρχ. πρωτόκλιτων θηλ. σε -α, -ά: αρχ. χαρά, θάλασσα & μσν. μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ἡ μήτηρ, αιτ. τήν μητέρα και νέα ονομ. μσν. η μητέρα & μσν. < αρχ. -η, μεταπλ. αναλ. προς άλλα θηλ. -α: αρχ. χελώνη > μσν. χελώνα & ιταλ. θηλ. επίθημα -a με βάση ζευγάρια δάνειων συγγ. λ.: λίμ-α - λιμ-άρω < ιταλ. lima - limare και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: λιμουζίνα < γαλλ. limousin(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αλγία [aljía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· (συνήθ. ιατρ.) δηλώνει την ύπαρξη άλγους, πόνου στο μέρος του σώματος που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ισχι~, κεφαλ~, καρδι~, οδοντ~, οσφυ~.

[λόγ. < αρχ. -αλγία (< ἄλγ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. κεφαλ-αλγία & νλατ. -algia < αρχ. -αλγία: εντερ-αλγία < γαλλ. entéralgie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνη [áni] : (χημ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για την απόδοση ξένων λέξεων που δηλώνουν χημικές ενώσεις: πολυουρεθάνη.

[λόγ. < γαλλ. -ane: πολυουρεθ-άνη < διεθ. poly- = πολυ- + urethane]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνθρωπος [ánθropos] : το ουσ. άνθρωπος ως β' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά· συνήθ.: α. με όνομα (επίθετο ή ουσιαστικό) ως α' συνθετικό: αγρι~, ασχημ~, βρομ~, ομορφ~. || αρχοντ~, αφεντ~, λεβεντ~· χιον~, φτιαγμένος από χιόνι. || διαστημ~. β. με το όνομα ενός ζώου ως α' συνθετικό: αρκουδ~, γαϊδουρ~, γουρουν~, κτην~, για κπ. που μοιάζει στην εμφάνιση με το ζώο που δηλώνει το α' συνθετικό ή κυρίως για άξεστο άνθρωπο. || βατραχ~. || πιθηκ~, ονομασία προϊστορικού ανθρωποειδούς. 2. με ρηματικό α' συνθετικό: μισ~. 3. σε σύνθετα επίθετα: πολυ~.

[1α: αρχ. -άνθρωπος < ουσ. ἄνθρωπος ως β' συνθ.: αρχ. φιλ-άνθρωπος· 1β-3: & λόγ. < αρχ. -άνθρωπος: αρχ. μισ-άνθρωπος & διεθ. -anthropus < αρχ. -άνθρωπος: πιθηκ-άνθρωπος < γαλλ. pithécanthrope & σε μτφρδ.: βατραχ-άνθρωπος < αγγλ. frogman]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνιο [ánio] : (χημ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για την απόδοση ξένων όρων που δηλώνουν χημικές ενώσεις: αιθάνιο, εξάνιο, μεθάνιο, οκτάνιο, πεντάνιο, προπάνιο.

[λόγ. < γαλλ. -an(e) -ιον: αιθ-άνιο < γαλλ. éthane]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ανός -ανή -ανό [anós] : επίθημα επιθέτων· (βλ. -ιανός -ιανή -ιανό)· παράγονται: 1. από επιρρήματα ή ουσιαστικά και χαρακτηρίζουν το προσδιοριζόμενο από χρονική άποψη: (αύριο) αυριανός, (Δεκέμβριος) δεκεμβριανός, (Οκτώβριος), οκτωβριανός· (πρβ. -ιάτικος). || σε κύρια ονόματα που προέρχονται από ουσιαστικοποίηση του πληθυντικού του ουδέτερου γένους, δηλώνει το συγκεκριμένο γεγονός που έγινε κατά το χρόνο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (Iούλιος) Iουλιανά, (Δεκέμβριος) Δεκεμβριανά. 2. από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου προσώπου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (Γρηγόριος) γρηγοριανός, (Θεοδόσιος) θεοδοσιανός.

[1: μσν. επίθημα -ανός & λόγ. < μσν. -ανός < αρχ. επίθημα -ανός: αρχ. στεγ-ανός & λατ. -anus ( [-ánus] ) με προσαρμ. στο ίδιο τονικό σχ.: ελνστ. Ῥωμ-ᾶνος, Ῥωμ-ανός, ελνστ. ή μσν. παγ-ανός < Romanus (Rom-anus, αρχικά Roma-nus), paganus· 2: λόγ. < γαλλ. -en, ιταλ. -ano, νλατ., μσνλατ. -anus, με βάση κύρ. ον. και τοπων.: Γρηγορι-ανός (Γρηγόρι-ος) < μσνλατ. Gregorianus (< Gregorius)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αρχία 2 : (φιλοσ.) β' συνθετικό σε θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· δηλώνει φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο πρωταρχικό και καθοριστικό ρόλο στην απόκτηση βιοθεωρίας και γνώσης έχει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αισθησι~, βουλησι~, νοησι~.

[λόγ. < αρχ. ἀρχ(ή) `φιλοσοφική αρχή΄ -ία για απόδ. φιλοσ. όρων σε -ism(e) (δες στο -ισμός) ως β' συνθ.: αισθησι-αρχία < γαλλ. sensualisme, βουλησι-αρχία < γαλλ. volontarisme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άρω [áro] -ομαι : I.επίθημα ρημάτων παράγωγων συνήθ. από λέξεις ξενικής προέλευσης· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συνήθ. εκτελεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (κάποτε και σε αμετάβατη χρήση: φρακάρω)· (πρβ. -έρνω). α. παραγωγή από ξένη λέξη προσαρμοσμένη ή μη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: (αμπαλάζ) αμπαλάρω, (καμουφλάζ) καμουφλάρω, (κόπια) κοπιάρω, (μακιγιάζ) μακιγιάρω, (ντεμπούτο) ντεμπουτάρω, (πακέτο) πακετάρω, (ρεκλάμα) ρεκλαμάρω, (ρομάντζο) ρομαντζάρω, (αγκαζέ) αγκαζάρω, (γιούχα) γιουχάρω, (μπιζ) μπιζάρω. β. παραγωγή από ελληνική λέξη: (κριτική) κριτικάρω. II. επίθημα για την απόδοση ξένων ρημάτων: λανσάρω, λιντσάρω, φρικάρω.

[ιταλ. κατάλ. απαρέμφ. -ar(e) με βάση ζευγάρια συγγ. λ.: κόπι-α - κοπι-άρω < ιταλ. copia - copiare, με επέκτ. ιδ. σε γαλλ. δάνεια για προσαρμογή στο μορφολ. σύστημα της ελλην.: αμπαλ-άρω < ιταλ. abballare - αμπαλάζ < γαλλ. emballage, μακιγιάζ - μακιγι-άρω < γαλλ. maquillage - maquiller, μπιζ < γαλλ. biz - μπιζ-άρω, και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: γιούχα < τουρκ. yuha - γιουχ-άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-βάτης [vátis] : β' συνθετικό σε σύνθετα συχνά λόγια ή επιστημονικά αρσενικά ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν: I. πρόσωπο· συνήθ. έχει την έννοια του βαδίζω, περπατώ: α. επάνω σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ορει~, σχοινο~. β. στο χρονικό διάστημα ή με τις συνθήκες που εκφράζει το α' συνθετικό: υπνο~, αυτός που περπατά όταν κοιμάται. II. τοπογραφικό όργανο: χωρο~.

[λόγ. < αρχ. -βάτης (< ρ. βαίνω) ως β' συνθ.: αρχ. ὀρει-βάτης `που ζει στα βουνά΄, στυλο-βάτης, ελνστ. χωρο-βάτης & μτφρδ.: υπνο-βάτης < γαλλ. somnambule]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-γένεση [jénesi] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει τη δημιουργία, το σχηματισμό αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό· (πρβ. -γονία): ηπειρο~, ιζηματο~, οντο~, ορεο~, πετρο~, τερατο~. || (ιατρ.) ιστο~, καρκινο~, οδοντο~, οστεο~.

[λόγ. < γαλλ. -génèse < αρχ. γέ νε(σις) `παραγωγή, δημιουργία΄ -ση ως β' συνθ.: παρθενο-γένεση < γαλλ. parthenogénèse]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...847   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες