Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βατσίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βατσίζω.
  • (Μέσ.) συνηθίζω:
    • Την όρεξήν της τσάκιζε μη βατσιστεί να θέλει τραγούδια, γάμους και χορούς (Φαλιέρ., Λόγ. 239).

[πιθ. <ιταλ. avvezzare. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες