Combined Search
5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψηφώ [apsifó] & -άω Ρ10.1α : δε δίνω σημασία, αδιαφορώ για κτ.: Όρμησε μέσα στις φλόγες αψηφώντας τον κίνδυνο. Ρίχτηκε στο ποτάμι να τον σώσει αψηφώντας τη ζωή του. Aψηφά τα χρήματα / τη δόξα. || Aψήφησε τις εντολές / τις διαταγές, δεν υπάκουσε.
[άψηφ(ος) (< α- 1 ψηφ(ώ) -ος) -ώ (διαφ. το ελνστ. ἄψηφος `(δαχτυλίδι) χωρίς πετράδι΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψηφώ [aspifό] αψηφά, & αψηφάει), ipf αψηφούσα, aor αψήφησα (subj αψηφήσω), pf & plupf έχω-είχα αψηφήσει
- ① be unmindful of, disregard, ignore (syn αγνοώ 2, αδιαφορώ, αψηφίζω):
- αψηφά τις ζημιές, την ηθική, τα πειράγματα, τη συμβουλή |
- αψηφά την κοινή γνώμη |
- αγάπησε φλογερά μια γυναίκα κι αυτή τον αψήφησε, γιατί ήταν φτωχός (Kazantz) |
- αψήφησε το ωραίο μπροστά στο αυθόρμητο και το πραγματικό (Papantoniou) |
- αποκλείεται να κηρύξουμε ένα πρωί την ένωση αψηφώντας τις συνέπειες (Christidis) |
- καίει το ξύλο, επειδή είχε αψηφήσει την προειδοποίηση της πεθεράς για τη σημασία του (Kakridis)
- ⓐ disregard (danger, difficulties etc), be unafraid of, brave, dare, defy, scorn (syn αστοχιάζω, περιφρονώ, ant ψηφώ):
- αψηφά τους αντιπάλους, τους εχθρούς, τους κουρσάρους |
- αψηφά τον ανταγωνισμό, το θάνατο, τον κίνδυνο, τη μοίρα, τις φοβέρες |
- αψηφά την αρρώστια, το κρύο |
- τον αδεφό της πάλι, σα μικρότερο, συνήθισε από μικρή να τον αψηφά (Xenop) |
- αψηφά να πολεμήσει με το γερό κύμα του ωκεανού (Venezis) |
- είχαν αψηφήσει γι' αγάπη του .. τα βόλια των χωροφυλάκων (Bastias) |
- poem του λυρισμού εσύ μ' έμαθες το πέλαγο | να το ~καθώς το κύμα ο γλάρος (Palam)
- ② act contrary to, go against, flout, defy, disobey (near-syn απειθαρχώ, παραβαίνω:
- είχαν την τόλμη να αψηφούν τη βασιλική θέληση (Roufos) |
- δεν μπορεί ν' απαλλαγεί από τα δεσμά του και ν' αψηφήσει τις προσταγές της σάρκας (Charis) |
- μεθυσμένοι από την οργή τους .. αψήφησαν άρχοντα και λαό (Sardelis)
[der of K(+) ἄψηφος; cf Hesych. ἀψεφέων· ἀμελῶν (ca 1200 AD)]
- ① be unmindful of, disregard, ignore (syn αγνοώ 2, αδιαφορώ, αψηφίζω):
[Λεξικό Κριαρά]
- αψηφώ (I)· ανεψηφώ.
-
- Περιφρονώ:
- Tην τόση μεγαλότη … θες ιδεί ανεψηφισμένη (Pοδολ. Πρόλ. Mελλ. 6).
[<επίθ. άψηφος. H λ. και σήμ.]
- Περιφρονώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- αψηφώ (II),
- βλ. ψηφώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- αψήφως, επίρρ.
-
- Δίχως σκέψη και υπολογισμό, αδίστακτα:
- έβαλα … σ’ έναν μεγάλον κίνδυνον αψήφως την ζωήν μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1242]).
[<επίθ. άψηφος]
- Δίχως σκέψη και υπολογισμό, αδίστακτα: