Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχαρακτήριστος -η -ο [axaraktíristos] Ε5 : 1.που δεν είναι χαρακτηρισμένος, που δεν τον έχουν χαρακτηρίσει. 2. για συμπεριφορά που είναι τόσο απρεπής, αξιοκατάκριτη και ελεεινή, που δε θέλουμε, που αποφεύγουμε να τη χαρακτηρίσουμε, να εκφράσουμε τη γνώμη μας γι΄ αυτήν: Aχαρακτήριστη διαγωγή / πράξη.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀχαρακτήριστος `χωρίς διακριτικό χαρακτηριστικό΄· 2: σημδ. γαλλ. inqualifiable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαρακτήριστος, -η, -ο [axaraktíristos] (L) (& αχαραχτήριστος)
- :
- αχαρακτήριστα υποδήματα |
- δεν πιστεύουν πως ένας τόπος τόσο ~ ακόμα και μια κοινωνία που καρκινοβατεί μπορούν ν' αποτελέσουν θέμα λογοτεχνικού έργου (Melas)
- ① unspeakable, scandalous, unprincipled (syn ακατονόμαστος 2, ανομολόγητος 2):
- αχαρακτήριστη πράξη, συμπεριφορά |
- φέρθηκε με τρόπο αχαρακτήριστο |
- θεωρείται αχαρακτήριστη επειδή αλλάζει ρούχα συχνά |
- κι ο Παλαμήδης πολύ αχαραχτήριστος κι αυτός· στάθη το σκάνταλο σε όλους (Makryg)
[fr kath αχαρακτήριστος ← PatrG (Hippol.+), cpd w. *χαρακτηριστός (: χαρακτηρίζω); cf der of χαρακτηριστ-ικός (Dionys. Halic., 1st c. BC) & χαρακτηριστέον (Hermogenes, 2nd c. AD)]