Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνάρτητο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνάρτητο [asinártito] το, (L)
  • ① sth incoherent or incongruous:
    • έδειχναν κι οι δυο σεκλετισμένοι με όλα τούτα τ' ασυνάρτητα, που τους τυχαίνουν (Grigoris)
  • ② inconsistency, incoherence (syn in ασυναρτησία 1):
    • o Ψυχάρης σημείωσε .. μια ροπή προς το ~

[fr kath το ασυνάρτητον, substantiv. n of ασυνάρτητος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυνάρτητος -η -ο [asinártitos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από απουσία ή έλλειψη λογικού ειρμού: Aσυνάρτητα λόγια. Aσυνάρτητοι συλλογισμοί. ασυνάρτητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυνάρτητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνάρτητος1 [asinártitos] ο, (L)
  • incoherent speaker:
    • από τότες δεν έβγαλε το έθνος κανένα υποφερτό ρήτορα· .. ως αντίσταθμο πλήθυναν οι ασυνάρτητοι και οι φωνακλάδες (Pallis)

[substantiv. m of ασυνάρτητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνάρτητος2, -η, -ο [asinártitos] (L)
  • ① unconnected, unrelated, random (near-syn ασύνδετος 1, ξεκάρφωτος):
    • ένοιωθε το κεφάλι του ζαλισμένο απ' όλες αυτές τις ασυνάρτητες εντυπώσεις (Myriv) |
    • η ιστορία πρέπει να είναι εκλεκτική, αλλιώς θα πνιγεί κάτω από τη μάζα των ασήμαντων και ασυνάρτητων γεγονότων (Evelpidis) |
    • τον συγκινούσε .. η αλύγιστη εξέλιξη των νομικών θεσμών μεσ' .. τις ασυνάρτητες συγκρούσεις των εθνών (Theotokas)
  • ② lacking inner order or cohesion, incoherent, disjointed, desultory, rambling (near-syn ασύνδετος 2):
    • ασυνάρτητη λογοτεχνία, χρονογραφία |
    • ασυνάρτητο όνειρο, όραμα, ύφος |
    • ασυνάρτητη ζωγραφική δημιουργία |
    • η εποχή του μεσοπολέμου φαίνεται σήμερα σαν μια ασυνάρτητη διαδοχή από στρατιωτικά κινήματα (Theotokas) |
    • είναι απέραντο κι ασυνάρτητο οικοδόμημα το παλάτι του Mίνωος (ChZalokostas)
  • ⓐ incoherent, unconnected, unclear, unintelligible (near-syn ακατανόητος, ανακόλουθος, ξεκάρφωτος):
    • ~ |
    • ασυνάρτητη κουβέντα |
    • ασυνάρτητες προτάσεις, σκέψεις |
    • λέει ασυνάρτητα λόγια |
    • δίνει ασυνάρτητες διαταγές |
    • βρέθηκε στα επιχειρήματά του ~, άτονος στο λεχτικό του (Palam) |
    • το θέατρο μεταμορφώνεται σ' ένα ασυνάρτητο μονόλογο (Panagiotop) |
    • η φράση αυτή δεν είναι συνειρμός από νοήματα, αλλά ασυνάρτητα νοήματα (Tsatsos, adapted)
  • ③ inconsistent, self-contradictory (syn ασυνεπής, near-syn αλλοπρόσαλλος 2):
    • ασυνάρτητη γυναίκα |
    • ασυνάρτητη πολιτική ηγεσία |
    • ~ τρόπος ενεργείας |
    • θα εξουδετερώσουμε τις ζημίες που κάνει το κράτος με τα ασυνάρτητα μέτρα του (PSolomos)
  • ④ AG metr ~

[fr kath ασυνάρτητος ← MG (schol.) ασυνάρτητος ← K ἀσυνάρτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες