Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αστραποκαίω· μτχ. παρκ. αστραποκαημένος.
-
- Kαίω με κεραυνό, κεραυνοβολώ·
- (μεταφ.):
- απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην (Aνακάλ. 11).
- (μεταφ.):
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = «χτυπημένος» από συμφορές:
- μοίραν ατυχεστάτην και … αστραποκαημένην (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 48).
[<ουσ. αστραπή + καίω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Kαίω με κεραυνό, κεραυνοβολώ·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραποκαίω [astrapocéo] aor subj αστραποκάψω
- burn w. lightning (near-syn κεραυνοβολώ):
- γιατί ο θεός δεν τους αστραποκαίει όλους όσους δίνουνε διαβολικές συμβουλές; (Laskaratos) |
- poem αχ, να 'πεφτε ο θεός σαν κεραυνός να τον αστραποκόψει (Kazantz Od 4.1087)
[cpd w. καίω]
- burn w. lightning (near-syn κεραυνοβολώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραποκαμένος, -η, -ο [astrapokaménos] (& αστραποκαημένος)
- ① burned or consumed by lightning, thunderstruck (syn αστραποβαρεμένος):
- ~πύργος |
- αστραποκαμένο δέντρο |
- όποιος .. περνούσε από κοντά του, σαν ~ έπεφτε (Vlachogiannis) |
- τράβηξα τη σκανδάλη και σωριάστηκε σαν ~ στη λάσπη (Myriv) |
- folks. από την Πόλη έρχομαι, την αστραποκαμένην (DPetrop) |
- poem .. μαύρο, αστραποκαμένο | το χέρι μου έξω από το χώμα σάς φωνάζει κλ (Vrettakos)
- ② in curses to be burned by lightning, accursed (near-syn καταραμένος):
- βρε αστραποκαμένε, τι μας έκαμες; |
- μωρή σκύλα αστραποκαμένη!
[fr postmed αστραποκαμένος / αστραποκαημένος, ppp of αστραποκαίω]
- ① burned or consumed by lightning, thunderstruck (syn αστραποβαρεμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραποκαμός [astrapokamós] ο, region. & poet
- striking of lightning (syn L κεραυνοπληξία):
- poem μέσ' τη νυχτιά ~
[der of αστραποκαημός]
- striking of lightning (syn L κεραυνοπληξία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραπόκαυτος, -η, -ο [astrapόkaftos]
- burned by lightning, thunderstruck (syn αστραποβαρεμένος):
- poem μητέρα, απ' τον πόλεμο καμένη, | σα δέντρο αστραπόκαυτο | κούτσουρο στέκεις θλιβερό (Kamperos)
[cpd w. καυτός (: καίω); cf PatrG (8th c.) ἀστραπόκαυστος]
- burned by lightning, thunderstruck (syn αστραποβαρεμένος):