Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρταίνω [arténo] -ομαι Ρ αόρ. άρτυσα, απαρέμφ. αρτύσει, παθ. αόρ. αρτύθηκα, απαρέμφ. αρτυθεί, μππ. αρτυμένος : 1.δίνω σε κπ. να φάει απαγορευμένη τροφή σε καιρό νηστείας: Γιατί άρτυσες το παιδί πριν μεταλάβει; 2. προσθέτω στο πρόχειρο ή στο συνηθισμένο φαΐ κτ. γευστικό (συνήθ. καρυκεύματα) για να το κάνω νοστιμότερο: Άρτυσα το φαΐ / τα μακαρόνια. 3. (παθ.) παραβαίνω τη θρησκευτική νηστεία τρώγοντας απαγορευμένες τροφές: Aρτύθηκα και δεν μπορώ να κοινωνήσω. Έφαγε αρτυμένο φαΐ και πήγε να μεταλάβει.
[μσν. αρτ(ώ) μεταπλ. -αίνω < αρχ. ἀρτ(ύω) `μαρινάρω κρέας΄ μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. αρτυσ-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρταίνω [arténo] (& region. αρτύζω & αρτύνω) aor άρτυσα (subj αρτύσω), pf & plupf έχω-είχα αρτύσει, mi αρταίνομαι, aor αρτύστηκα (& αρτύθηκα; subj αρτυθώ), pf & plupf έχω-είχα αρτυθεί
- ① trans add spices (oil, salt etc) to food, season (syn L καρυκεύω):
- ~το κρέας |
- άρτυσε τα μακαρόνια με βούτυρο |
- poem .. ουδέ ποτέ με αλάτι αρτύζουνε τα φαγητά που τρώνε (Homer Od 23.270 Kaz-Kakr) |
- πρώτα θα φάμε κι ύστερα θα 'ρθουν και τα σοφά μας λόγια | ν' αρτύσουν το ψωμί και το κρασί κλ (Kazantz Od 20.502)
- ⓐ feed s.o. food forbidden during the fast period:
- άρτυσε τον άντρα της τη Mεγάλη Eβδομάδα
- ② intr taste or eat meat (syn L κρεοφαγώ):
- κάτι μουρμουρίστηκε πως τάχα οι σιτιστές πέτυχαν ένα δυο βουβάλια ..· "θ' αναστηθούμε, σαν αρτύσουμε" μου 'πε ο Φ. (DSotiriou) |
- (τον τράγο) θα τον μοιράσομε στα φτωχόσπιτα, για να αρτυθούν κι αυτά χρονιάρα μέρα σήμερα(Christovasilis) |
- αν (το ψάρι) τύχαινε να 'χει αρτυθεί μ' ανθρώπινο κρέας, τότες γινόταν πιο αρπαχτικό (Zappas)
- ⓑ break one's fast by eating meat or other forbidden food:
- αρτύστηκε και δεν μπορεί να μεταλάβει |
- gnom αν αρτυθείς, να είναι αρνί | κι αν κλέψεις, να είν' χρυσάφι as well be hanged for a sheep as a lamb, if one is willing to commit a crime it might as well be for sth substantial
[fr postmed, MG αρτύνω & αρτύζω ← PatrG, K (also pap), AG ἀρτύω]
- ① trans add spices (oil, salt etc) to food, season (syn L καρυκεύω):