Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτάζω [apotázo] aor απόταξα, usu w. neg or interr.
- ① hold, keep, have (syn έχω, κρατώ):
- prov αποτάζει ο γύφτος προζύμι; does the Gypsy keep leaven?, said of spendthrift persons |
- rembetiko song εγώ ψιλή στην τσέπη μου ποτές δεν ~ (IPetrop)
- ② obtain, earn, get, have (syn αποκτώ):
- απόταξε γυναίκα, παιδιά, σπιτικό |
- wish να αποτάξεις του Aβραάμ τα αγαθά! may you have the riches of Abraham |
- curse ποτέ να μην αποτάξεις! may you never have anything |
- τόσα χρόνια δουλεύεις κ' εσύ σε ξένα καραβάνια και δική σου μήτε μια καμήλα δεν απόταξες (Venezis)
[fr postmed (Somavera), MG αποτάζω (αποτάσσω) ← AG (+) Ξποτάσσω]
- ① hold, keep, have (syn έχω, κρατώ):