Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσχίζω [aposçízo] mediop αποσχίζομαι, aor αποσχίσθηκα (& αποσχίστηκα; subj αποσχισθώ), pf & plupf έχω-είχα αποσχισθεί (& αποσχιστεί) (L)
- ① trans tear apart, tear to bits (syn αποσκίζω 1, ξεσκίζω):
- έπεσαν οι ήχοι αυτοί και ξέσυραν, αποσχίζοντας τις ίνες της ψυχής, κάτι ολάνθιστο (Christomanos)
- ⓐ break down, dissolve, split (syn διαλύω, διασπώ):
- παράγεται άφθονο γλυκογόνο μαζί με κάποιο φύραμα, που το αποσχίζει και δημιουργεί γαλακτικό οξύ (Louros)
- ② mi αποσχίζομαι become divided, split up (syn διαιρούμαι):
- οι επιστήμες αποσχίζονται ασταμάτητα σε κλάδους (Panagiotop)
- ③ break away, tear o.s. away fr, separate o.s. fr (near-syn αποδεσμεύομαι 2b, απομακρύνομαι 4c):
- αποσχίζομαι από δεσμεύσεις, από φίλους |
- μπορούν να αποσχισθούν από το έθνος των και να ενταχθούν σε άλλους κύκλους πολιτισμού (Tsatsos) |
- η ελεύθερη φαντασία αποσχίζεται από το πραγματικό (Mourelos)
- ⓑ secede, defect (syn αποσκιρτώ 2, αποστατώ 2):
- οι νότιες πολιτείες (της Aμερικής) αποσχίστηκαν στα 1861 (Theotokas) |
- (οι Eσσαίοι ήταν) ένα είδος ιουδαϊκής αίρεσης, που θα είχε αποσχιστεί από τον κύριο κορμό του Iσραήλ (Papanoutsos) |
- o T. είχε αποσχισθεί από το κουμουνδουρικό κόμμα πριν λίγο καιρό (Petsalis)
[fr kath αποσχίζω ← PatrG ← K (also pap), AG]
- ① trans tear apart, tear to bits (syn αποσκίζω 1, ξεσκίζω):