Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποσταθεροποιώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσταθεροποιώ [apostaθeropió] -ούμαι Ρ10.9 : διαταράσσω την ομαλότητα στην πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου, με μια σειρά από ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα να κλονίσουν μια σταθερή, παγιωμένη κατάσταση. ANT σταθεροποιώ: Ο πόλεμος στα Bαλκάνια αποσταθεροποίησε το καθεστώς που ίσχυσε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Yπάρχει κίνδυνος να αποσταθεροποιηθεί η οικονομία μας εξαιτίας των δυσμενών διεθνών συνθηκών.

[λόγ. απο- σταθεροποιώ μτφρδ. αγγλ. destabilize]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταθεροποιώ [apostaθeropió] aor αποσταθεροποίησα (subj αποσταθεροποιήσω)
  • destabilize:
    • οι σκοτεινές δυνάμεις προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν την πολιτική ζωή της χώρας

[cpd w. σταθεροποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go