Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκατάσταση η [apokatástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκαθιστώ. 1α. η επαναφορά, η επάνοδος στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: ~ της βλάβης / της ζημιάς / της αδικίας. ~ της τάξης / της επικοινωνίας / της κυκλοφορίας / της λειτουργίας. ~ της εθνικής ενότητας / της δημοκρατίας / της αλήθειας. ~ της υγείας / της τιμής / της υπόληψης κάποιου. Επαγγελματική ~. β. ~ ενός κτιρίου / μνημείου, η επαναφορά ενός κτίσματος στην αρχική του μορφή με αναστηλωτικές ή επισκευαστικές εργασίες ή και με απομάκρυνση πρόσθετων στοιχείων. || ~ ενός κειμένου, η επαναφορά του όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή, με επιδιόρθωση των φθορών, των αλλοιώσεων που έχει υποστεί. || (γλωσσ.) ~ μιας λέξης / ενός γλωσσικού τύπου κτλ., για λέξη / γλωσσικό τύπο που δε μαρτυρείται: ~ των λέξεων της ινδοευρωπαϊκής. 2α. η εξασφάλιση (κυρ. οικονομική) του μέλλοντος κάποιου από κπ.: Πριν πεθάνει φρόντισε για την ~ της γυναίκας και των παιδιών του. || (ειδικότ. για γυναίκα) ο γάμος. β. οι ενέργειες για την εγκατάσταση και την οικονομική εξασφάλιση κάποιου: H ~ των προσφύγων / των σεισμοπλήκτων / των ακτημόνων. 3. οι ενέργειες για να αποδοθεί σε κπ. κτ. που του στερήθηκε, που του αφαιρέθηκε προηγουμένως: H πολιτεία φρόντισε για την ~ όσων διώχθηκαν από τη δικτατορία.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκατάστα(σις) -ση· 2, 3: κατά τις σημ. του αποκατασταίνω, αποκαθιστώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκατάσταση [apokatástasi] η, (L)
- ① restoration, reestablishment, reinstatement (syn επαναφορά, παλινόρθωση):
- ~ της γαλήνης, της ειρήνης, της υγείας |
- ~ της δημοκρατίας, της μοναρχίας |
- ~ των δικαιωμάτων του λαού |
- ~ των αεροπορικών πτήσεων μεταξύ των δύο χωρών |
- περιγράφει την ψυχική κατάρρευσή του και την ~ της ψυχικής ηρεμίας του (Theodorakop) |
- θεωρεί πως η εκδίκηση είναι ~ δικαιοσύνης (Panagiotop) |
- η ισορροπία των όγκων έχει υποστεί διαταράξεις και αποκαταστάσεις (Chourmouzios)
- ② putting sth back in its original form, restoration:
- ~ έργου τέχνης, μνημείου |
- ~ κειμένου |
- η γλώσσα χρειάζεται μια ~ των λαϊκών λέξεων στους αρχικούς τύπους (LPolitis)
- ⓐ restoration, reconditioning, repair (near-syn επιδιόρθωση):
- ~ του παραγωγικού εξοπλισμού |
- ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει να διατεθεί το ποσό για την ~ της οικοδομής (Christidis AK) |
- έγινε λαμπρή εργασία για την αναστήλωση και την ~ βυζαντινών εκκλησιών (Theotokas)
- ③ rehabilitation, restoration (syn επανόρθωση):
- ~ του βιβλίου, του θεάτρου |
- ~ αξιών |
- ~ της αλήθειας |
- ποθούσαν κάποια δικαίωση και κάποια ιστορική ~ (Dimaras) |
- μια ερμηνεία της ποιητικής υπόστασής του θα σημαίνει συγχρόνως και ~ (Chatzinis)
- ⓑ caring for, rehabilitation, settlement (near-syn τακτοποίηση):
- ~ αναπήρων, προσφύγων |
- η ~ των ακτημόνων συναντά δυσκολίες (Evelpidis)
- ④ securing of financial or social position, settlement, settling, establishment (near-syn εξασφάλιση):
- φροντίζει για την ~ της οικογένειάς του (Melas, adapted)
- ⓒ specif marriage (syn γάμος, παντρειά):
- το έργο βόηθησε στην καλή ~ της κόρης του εκδότη του (Kanellop) |
- η γεροντοκόρη είχε χάσει την ελπίδα της αποκατάστασης (Lountemis) |
- η συνήθεια να αποφασίζουν οι γονείς για την ~ των παιδιών τους έχει υποχωρήσει (Varelas)
[fr kath αποκατάστασις ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① restoration, reestablishment, reinstatement (syn επαναφορά, παλινόρθωση):