Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απεκτυλίσσω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
απεκτυλίσσω· αποεκτυλίσσω.
  • Ξετυλίγω:
    • επαίρνει την γραφήν, έλυσε τον δεσμόν της, αποεκτυλίσσει, βλέπει τα, τά γράφει (Λίβ. P 1393).

[<πρόθ. από + μτγν. εκτυλίσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go