Combined Search
49 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- απάνω, επίρρ.,
- βλ. επάνω.
- απάνω-, απανώ-, απανω-,
- βλ. επάνω‑, επανώ‑, επανω‑.
- απάνω απάνω [apáno apáno] adv (απάνου απάνου, απάνω πάνω & απάν' απάνω) (L) επάνω επάνω, επάνω πάνω, πάνω πάνω
- ① at the top:
- στο τριόροφο κτίριο πάνω πάνω ήταν τα γραφεία |
- ~ |
- σ' ένα μεγάλο φύλλο χαρτί γράφει ο Pήγας ~ ~ με κεφαλαία ψηφία |
- Περί της εθνικής παραστάσεως (Petsalis) |
- το καλάθι του ήταν γεμάτο ψωμιά κι ~ |
- πέντε τετράστιχα καλλιγραφημένα κι απάνω πάνω τ' όνομά της με γοτθικά κεφαλαία, ζωγραφισμένα (Myriv) |
- γενικά η επιστημονική μας εργασία μοιάζει τον τελευταίο γύρο που απλώνεται απάνου απάνου στην επιφάνεια κάθε φορά που ταραχτεί η ζωή από τον ξένο σοφό (Apostolakis) |
- prov phr βγαίνει απάν' απάνω σαν το λάδι a person manages to appear innocent, though he is not |
- poem και πάνου από τη στέγη μας στέκει κάθε βραδιά η γαλήνη ασάλευτη, | έτσι που στέκει απάνου απάνου στην καντήλα μας δυο δάχτυλα το λάδι (Ritsos)
- ⓐ in adj function very top, topmost:
- το ~ |
- έχει στο επάνω πάνω πάτωμα μια μικρή εκκλησία (DOikonomidis) |
- στο επάνω επάνω μέρος της λείας επιφάνειας κάτω από το κυμάτιο αφήνεται ένα μικρό διάστημα άγραφο (Charitonidis)
- ② fig on the surface, superficially (syn επιπόλαια, επιφανειακά):
- την αντίθεση αυτή ο Περικλής τη βλέπει όχι πάνω πάνω, για να παραδεχτεί ότι την εγέννησε ο πόλεμος (Kakridis) |
- η ως επί το πλείστον ξερή και άγονη διδασκαλία φυσικά προκαλεί την ανία, που μόνο απάνω πάνω ασχολείται με το νόημα των αναγινωσκομένων (Tzartzanos) |
- είναι η περίπτωση Παπαδιαμάντη ~
[fr MG επάνω, επάνου, απάνω, απάνου, πάνω, πάνου (Kriaras' Lex, 6.180 f.), all used also in repetition επάνω επάνω etc]
- ① at the top:
- απάνω κάτω [apáno káto] adv phr (& επάνω κάτω & πάνω κάτω, lit & dial απάνου κάτου)
- ① up and down:
- παίρνοντας χώμα με το χέρι, έριχνε στο κόσκινο, κουνώντας το επάνω κάτω (Karkavitsas) |
- δυο γριές κουνούσαν τα κεφάλια τους ~ |
- poem κουνούσες το δεξί σου χέρι πάνου κάτου, όπως | κάνεις το σταυρό σου (Ritsos)
- ⓐ backwards and forwards, back and forth, to and fro, up and down (syn άνω-κάτω 1, near-syn εδώ και εκεί, πέρα-δώθε):
- βηματίζω, περπατώ, τριγυρίζω ~ |
- το αυτοκίνητο της αστυνομίας τρέχει ολοένα, ~ ~ (Theotokas, adapted)
- ② (also τ' ~:
- περίμεναν πρώτα ν' ανθίσει ο βίκος κ' έπειτα να τον γυρίσουνε τα πάνω κάτω (KPolitis) |
- αυτοί χρειάζονται να φέρουν τον κόσμο τ' ~
- ⓑ fig in disorder, in confusion, topsy-turvy:
- αν μετακινήσετε το κέντρο της ισορροπίας, όλα έρχονται τα πάνω κάτω (Terzakis)
- ③ approximately, about, around (syn κατά προσέγγιση, περίπου):
- κοπέλα είκοσι χρόνων ~ |
- ήρθαν εκατό πάνω κάτω άνθρωποι |
- γυρίσαμε τέλη Aυγούστου ~ ~ |
- βρίσκεται ~ ~ δέκα μίλια μακριά |
- η καθυστέρησή μας κράτησε τετρακόσια πάνω κάτω χρόνια δουλείας (Charis) |
- γράψε το τι θα στοιχίσει πάνω κάτω όλη η υπόθεση του βιβλίου (Skliros)
- ⓒ more or less, approximately (syn phr κάπως, λίγο πολύ):
- ξέρει ~ |
- το σπίτι ήταν ~ ~ το ίδιο (Eftaliotis) |
- σου μεταφράζω απάνου κάτου το μέρος που μπορεί να σε φωτίσει (Palam) |
- κάθε προσευχόμενος λέει πάνω κάτω τούτα τα λόγια (Vrettakos) |
- το ίδιο ~ |
- poem έμαθ' επάνω κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται (Kavafis)
[fr postmed, MG απάνω κάτω; cf MG, K, AG ἄνω κάτω]
- ① up and down:
- απάνω κόσμος [apáno kózmos] ο, (& Aπάνω Kόσμος, επάνω, πάνω & απάνου κόσμος, folks. ο κόσμος ο απάνου)
- the world on the earth, the upper world, the world of the living (syn η επίγεια ζωή L, ant κάτω κόσμος):
- οι ομορφιές, το φως του απάνω κόσμου |
- ζούσε τώρα κολυμπώντας στα λεφτά, στον απάνω κόσμο (Terzakis) |
- folks. ο ουρανός κι αν κατεβεί κ' η γη κι αν πάει απάνου, | ετότε θενά 'ρθώ και γω στον κόσμο τον απάνου (DPetrop) |
- poem τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο (Solom) |
- του επάνω και του κάτω κόσμου, κήρυκα περίτρανε, | Eρμή, συνάκουσε κλ (Melachrinos)
[fr postmed, MG επάνω κόσμος; cf άνω κόσμος]
- the world on the earth, the upper world, the world of the living (syn η επίγεια ζωή L, ant κάτω κόσμος):
- απάνω1 [apáno] adv (επάνω & πάνω) region., dial & lit απάνου, επάνου & πάνου
- ① up, upwards (ant κάτω):
- ανέβηκε, πετάχτηκε, σηκώθηκε ~ |
- σκαρφάλωσε ~ στο δέντρο |
- ποτήρι γεμάτο ως ~ glass full to the brim
- ⓐ upper, top:
- ~ σκαλοπάτι, τσέπη |
- το ~ μέρος της καρέκλας, του φορέματος |
- μου πονούν τ' ~ δόντια |
- το ~ χείλι (syn απανωχείλι) |
- naut η ~ γέφυρα commander's bridge, pilot bridge |
- gramm η ~ τελεία rare semi-colon (syn L άνω στιγμή, άνω τελεία) |
- ο ~ κόσμος the world of the living (s. Aπάνω κόσμος) |
- οι κολόνες πατούν στην ~ επιφάνεια της κρηπίδας (Miliadis, adapted) |
- | πάνω χέρι κάτω χέρι, | τίνος είν' τ' ~ χέρι; ditty sung during a children's game |
- phr παίρνω το πάνω χέρι get the upper hand, gain control (near-syn πλεονεκτική θέση) |
- οι αριστεροί πήραν το πάνω χέρι |
- παίρνω την ~ βόλτα make good, succeed
- ⓑ upstairs:
- ένοικος του ~ διαμερίσματος |
- κάτω αποθήκες ισόγειες κι ~ ένα πάτωμα με πεντέξι χωρίσματα (Drosinis)
- ② north, northward:
- ταξίδι για επάνω, στους τόπους του βοριά |
- in adj function northern (syn βόρειος L, βορινός) |
- κανονίζει τις συγκοινωνίες της ~ Eλλάδας
- ③ found at the high ground, inland (syn L άνω1 1b):
- η ~ γειτονιά, πόλη |
- το λεωφορείο πάει από την ~ γραμμή |
- ο νους του πήγε στο ~ χωριό, στους τουρκομερίτες (Venezis) |
- πήραν τις επάνω περιοχές που ακολουθούν το ρεύμα του ποταμού (Melas)
- ④ ~ σε on (the) top (of), atop:
- ~ στο βουνό, στο λόφο, στον πύργο |
- κάθεται πάνω στον τοίχο |
- καθόμασταν ο ένας ~ στον άλλο |
- poem .. τριάντα πέντε | χρόνια επάνω σ' έναν στύλο ζει και μαρτυρεί (Kavafis)
- ⓒ phr τον κοιτάζω από πάνω ως κάτω look at him fr top to bottom, give him the once over
- ⓓ phr βγαίνω ~ or βγαίνω ~ ~ manage to hide one's guilt, come out clean or innocent (syn βγαίνω απανωλαδιά, βγαίνω λάδι)
- ⑤ ~ σε or w. gen of pers-pron on, upon, onto:
- τραγούδι, φιλί πάνω στα χείλη |
- εκτέλεση του ρόλου ~ στη σκηνή |
- η νέα στηρίζεται, σφίγγεται, τρίβεται ~ του |
- ρίξε ένα ρούχο ~ σου |
- ταιριάζει ~ της το φόρεμα |
- το σπίτι της ήταν ~ στο δρόμο μας (Tsirkas) |
- poem πάνω στην άμμο την ξανθή | γράψαμε τ' όνομά της (Seferis)
- ⓔ phr ~ μου (σου, του, της etc) on one's person, in one's possession:
- δεν έχω ~ μου λεφτά, ψιλά |
- κρατάει ~ της μαχαίρι |
- πρόστυχοι άνθρωποι, χωρίς ευγένεια ~ τους (Nirvanas) |
- poem την έγνοια εγώ της θύμησης ~ μου κρατούσα (Malakasis) |
- | fig upon, across |
- κατά κακή τους τύχη έπεσαν επάνω σε απόσπασμα (Vasileiou) |
- ασκεί επίδραση ~ τους, κυριαρχεί ~ τους |
- | (according) to |
- έπαιξε πάνω στην ίδια μελωδία |
- βαδίζουν ~ στο ρυθμό των σαλπίγγων (Myriv) |
- | phr τα κάνω ~ μου defecate in one's underwear (syn phr τα κάνω στα βρακιά μου, syn χέζομαι) ; fig be afraid, get cold feet (syn phr τα χρειάζομαι, syn φοβάμαι) |
- τα 'κανε πάνω του ο βεζίρης, ζητάει βοήθεια απ' τους ραγιάδες (Petsalis)
- ⓕ phr παίρνω ~ μου take upon o.s., assume (syn αναλαβαίνω 1):
- παίρνω ~ μου ένα έργο, τον αγώνα, τα βάρη, τις δυσκολίες, τις φροντίδες |
- ο γιατρός το πήρε επάνω του να σε προσκαλέσει (Rotas) |
- παίρνω ~ μου να σου γυρίσω την προίκα σου ανέγγιχτη (Karagatsis) |
- | phr το παίρνω ~ μου fig be excessively proud of sth, get cocky, take on airs (near-syn κοκορεύομαι) |
- τον έκαναν δεκανέα και το πήρε ~ του |
- | intr regain strength, improve (syn phr παίρνω τα ~, near-syn καλυτερεύω, αναρρώνω, προοδεύω) |
- ο άρρωστος πήρε εντελώς ~ του |
- η επιχείρηση άρχισε να παίρνει ~ της |
- ο πληθυσμός αυξήθηκε και το νησί επήρε ~ του (Floros)
- ⑥ in the direction of, towards, at:
- γύρισε τα μάτια της ~ του |
- ο αέρας χτυπάει ~ μας |
- το καράβι πλέει ~ στον αέρα |
- οι επιθέσεις τους συντρίβονται επάνω στις οχυρώσεις του νησιού (Vacalop) |
- phr ~ του (της, τους)! give it to him, get him, attack! μόλις έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο, ~ του! (Karkavitsas)
- ⓖ directly toward, to:
- poem η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω (Kavafis)
- ⑦ (high) above, over:
- σκυμμένοι επάνω σε σχέδια ανατροπής |
- νίκη ~ στη δύναμη της βαρύτητας |
- βροχή κρέμεται πάνου από το δάσος |
- το φουστάνι ανέβηκε πάνω από το γόνατο |
- η μητέρα αγρυπνεί από πάνω (or αποπάνω) τους |
- τον έχω όλη μέρα ~ απ' το κεφάλι μου he is over my head all day long or keeps pestering me |
- το πνευματικό σου επίπεδο υψώθηκε απάνου από τις αντιλήψεις που έχουν οι πολλοί (Palam) |
- θα σηκώσω την κατάρα μου από πάνω σας (Myriv) |
- το πνευματικό έργο ζει επάνω από σύνορα (Tsatsos)
- ⓗ above, before (syn μπροστά από):
- τον ρώτησε ποιον βάζει επάνω απ' όλους τους στρατηγούς (Kanellop) |
- | phr ~ απ' όλα above all else, foremost, primarily (syn L κυρίως, προπαντός) |
- επάνω απ' όλα, είναι μια ψυχή ελληνική με ξένες επιδράσεις ελάχιστες (Melas)
- ⓘ over and above, beyond (syn πέρα):
- με βοήθησε και με προσωπικές έρευνες, πάνω από κάθε τυπικό υπηρεσιακό χρέος (Kakridis, adapted) |
- κι ~ and more (near-syn και βάλε) |
- πέρασαν από τότε εκατό χρόνια κι ~
- ⓙ in charge of, over:
- ένας απλός ναυτικός υψώνεται αρχηγός ~ σε απέραντες επιχειρήσεις (Theotokas) |
- | law etc over, on |
- κυριότητα πάνω σε ακίνητο, κτήμα, σπίτι |
- δικαιώματα ~ σε κινητά, κληρονομιά, εισόδημα κλ |
- έγραψα (or έκαμα) το σπίτι πάνω στο γιο μου
- ⓚ above, previously (syn ανωτέρω L, παραπάνω, πριν):
- οι περισσότεροι λογοτέχνες από όσους μνημόνευσα πιο επάνω γεννήθηκαν μέσα σε μια δεκαετία (Dimaras) |
- in adj function mentioned earlier, aforementioned (syn ανωτέρω L, παραπάνω) |
- τα ψηφίσματα αυτά έχουν κεφαλαιώδη σημασία για τα πιο πάνω ιστορικά γεγονότα (DLazaridis)
- ⓛ ~ σε, on the subject of, concerning, about (syn L περί):
- απόψεις, μελέτες, στοχασμοί, συζητήσεις πάνω στην ποίηση |
- κανείς δε μίλησε ~ σ' αυτό που όλοι σκεφτόμασταν (Myriv)
- ⑧ upwards of, more than, over (syn άνω2, παραπάνω):
- μάκρος πάνω από τέσσερα μέτρα |
- έπιασε ~ από οχτακόσιους αιχμαλώτους |
- γράφει τις περιηγήσεις του σε πάνω από δυο χιλιάδες κακούς στίχους (Dimaras)
- ⓜ in addition (syn L επιπλέον):
- πάνω σ' όλα είναι και ψεύτης |
- το χτύπημα τον είχε σακατέψει κ' είχε πάρει από πάνου και μια πνευμονία (Vlami)
- ⓝ in close sequence, immediately following, upon:
- κατεβάζει ποτήρια το 'να πάνω στ' άλλο |
- ήρθαν συμφορές η μια ~ στην άλλη |
- έκαμε ανακρίσεις ~ στις ανακρίσεις |
- αράδιασε συστήματα πάνω σε συστήματα και λύσεις ~ σε λύσεις (Theodoridis) |
- νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα
- ⑨ right at or during:
- η κοπέλα είναι πάνω στ' άνθισμα της ζωής |
- πέθανε πάνω στη γέννα |
- ~ στο φαΐ τον ρωτούσαν συνέχεια |
- μονολογεί ~ στο παιχνίδι |
- prov ~ στη βράση κολλάει το σίδερο strike while the iron is hot |
- folkt σ' αυτά τα λόγια ~ γυρίζει ο μεσιανός ο αδερφός και λέει κλ (Megas)
- ⓞ ~ (πάνω) που just as, just when, on the dot:
- ήρθε ~ που τα λέγαμε |
- ήρθες πάνω που ετοιμαζόμουν να βγω |
- φτάσατε ~ στην ώρα you arrived just in time
- ⓟ in exactly (exactly [or right] on completion of) a (week, month, year etc):
- στο μήνα ~ πέθανε |
- στο χρόνο ~ άναβε η ζωή στον καινούργιο συνοικισμό (EAlexiou)
[fr postmed, MG απάνω (etc) ← PatrG, K (also pap) ← AG ἐπάνω]
- ① up, upwards (ant κάτω):
- απάνω2 [apáno] ο, (επάνω & πάνω) usu pl
- ① individual fr the upper part or neighborhood (of town, village etc) (syn απανωμερίτης):
- οι κατωμερίτες είχανε μάθει πως οι ~ θα σφάζαν όλους, ρωμιούς και δικούς τους (Gialourakis)
- ② the man upstairs, person in a high place, authority (syn ο επικεφαλής):
- τα 'χει καλά με τον επάνω |
- νοθεύει τη γνώμη του για να γίνει αρεστός στους πάνω ή στους κάτω (Prevelakis, adapted)
[substantiv. m of επάνω/απάνω in its adj usage by omission of a noun; cf MG (7th-11th c.) ο επάνω της αγοράς etc]
- ① individual fr the upper part or neighborhood (of town, village etc) (syn απανωμερίτης):
- απάνω3 [apáno] το, (επάνω & πάνω)
- ① the upper part:
- το ~ του κορμιού, του τραπεζιού |
- το ~ των βραχιόνων (του αγάλματος) προστέθηκε το 1958 (Karouzou)
- ② that which is above:
- poem βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ' ~ (Palam)
- ③ pl τα ~ or τ' ~ above:
- απόφαση από τ' ~ |
- είναι κάτι φτιαχτό κ' επιβαλλόμενο κατά τρόπο λόγιο από τ' ~ .. ένας κακός καθαρευουσιανισμός (Karantinos)
- ⓐ προς τ' ~ (τα πάνω) upwards (syn L προς τα άνω):
- κοιτάζω, ορμώ, προχωρώ, τραβώ προς τ' ~ (or τα πάνω) |
- πορεία, στροφή προς τ' ~ |
- βαδίζουν και σηκώνουν το βλέμμα προς τα επάνω, δηλαδή στον Παντοκράτορα του θόλου (MChatzidakis) |
- η πέτρα στενεύει από κάτω προς τα επάνω |
- η ανάπτυξη των αυθόρμητων εννοιών προχωρεί από κάτω προς τα επάνω, δηλαδή από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο (Geros) |
- είναι η τέταρτη κατά σειράν από κάτω προς τα επάνω (Theodorakop)
- ⓑ phr παίρνω τ' ~ (or τα πάνω) regain strength, improve, progress (syn phr παίρνω ~ μου):
- η δουλειά, η πόλη παίρνει τα ~
[fr MG το επάνω or τα επάνω, substantiv. n of επάνω]
- ① the upper part:
- απανωβαλμένος, -η, -ο [apanovalménos] (& πανωβαλμένος)
- ① added on:
- φορεσιά με απανωβαλμένα φλουριά
- ② whose value or price has increased:
- απανωβαλμένο κτήμα
[fr postmed απανωβαλμένος (Geras.Vlachos), ppp of απανωβάλλω; cf βαλμένος]
- ① added on:
- απανωβάνω [apanováno] &, ανωβάνω, ipf απανώβανα, aor απανώβαλα (subj απανωβάλω)
- ① add on to (syn L προσθέτω):
- καθώς περπατούσε ο λόγος, δεν έμεινε άνθρωπος που να μην του πανωβάλει και κάτι (Panagiotop) |
- poem το πλουμιστό σκουτάρι τού 'στρωσε μ' εφτά τομάρια ταύρων | καλοθρεμμένων, κι απανώβαλε χαλκένια ακόμα στρώση (Homer Il 7.223 Kaz-Kakr)
- ② increase, raise, inflate (syn απανωγράφω 2):
- ο μπακάλης πανωβάνει το λογαριασμό στο δεφτέρι
- ⓐ make a or the high offer, bid high (syn L πλειοδοτώ):
- πανωβάλαμε και αγοράσαμε το σπίτι
[fr postmed απανωβάνω/επανωβάνω, cpd w. βάνω/βάλλω; cf Crete απανωβάλλω]
- ① add on to (syn L προσθέτω):